επίβρεξη

επίβρεξη
η
1. το βρέξιμο τής εξωτερικής επιφάνειας
2. ο τρόπος γονιμοποίησης τού ωαρίου με εξαπόλυση τού σπέρματος επάνω του, έξω από το μητρικό σώμα (όπως συμβαίνει σε ορισμένα είδη ψαριών).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιβρέξῃ — ἐπί βρέχω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg ἐπί βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg ἐπί βρέχω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά …   Dictionary of Greek

  • επιβρεγμός — ο η επίβρεξη …   Dictionary of Greek

  • γαστερόστεος — (gasterosteus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των γαστεροστεϊδών, της τάξης των σκληροπαρείων. Το μήκος του δεν υπερβαίνει τα 6 εκ. και στο κάτω σαγόνι του, που προεξέχει ελαφρά από το άνω, υπάρχουν μικρότατα δόντια. Στο μέσο της ράχης του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”